cabana
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
cabana | cabanas |
cabana (pt) θηλυκό
- η καλύβα
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
cabana | cabanas |
cabana (pt) θηλυκό