cacao
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
cacao (en)
- το δέντρο Theobroma cacao, από τον καρπό του οποίου φτιάχνεται η σοκολάτα
- ο σπόρος αυτού του δέντρου
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
cacao (fr) αρσενικό
- το κακάο
Ιταλικά (it) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
cacao (it)