cachalot
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
cachalot | cachalots |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
cachalot (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
cachalot | cachalots |
cachalot (fr) αρσενικό