Μετάβαση στο περιεχόμενο

cachar

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kaˈt͡ʃaɾ/

cachar (es)

  1. πιάνω, αναχαιτίζω
  2. αντιλαμβάνομαι
  3. βρίσκω, κατασκοπεύω
  4. κάνω σεξ