cachectique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | cachectique | cachectiques |
θηλυκό | cachectiquee | cachectiquees |
Επίθετο[επεξεργασία]
cachectique (fr) αρσενικό ή θηλυκό