cachotterie
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
cachotterie | cachotteries |
cachotterie (fr) θηλυκό
- (συνήθως στον πληθυντικό) μικρό μυστικό που χαίρεται κανείς να λέει ή να μεταδίδει