cad

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: CAD

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

cad (en)

  1. αυτός που φέρεται άσχημα σε κάποια ή όλες τις γυναίκες
  2. γυναικάς, άπιστος σε γυναίκα (ή γυναίκες αν έχει παράλληλους δεσμούς ή δεσμό)
  3. παλιοτόμαρο, παλιάνθρωπος, άξεστος, χυδαίος, βίαιος, ανήθικος, επιθετικός προς τους άλλους
  4. ελεγκτής σε λεωφορείο (παλιότερα και πορτιέρης λεωφορείου)