caddie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • Διαφορετικό το caddy: κουτάκι τροφίμων (αρχικά τσαγιού)
  • δουλεύω ως αχθοφόρος/μπάτλερ (ενός, των, για) γκόλφερ(ς)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
caddie caddies

caddie (fr) αρσενικό