caddie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Σημειώσεις
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]- δουλεύω ως αχθοφόρος/μπάτλερ (ενός, των, για) γκόλφερ(ς)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
caddie | caddies |
caddie (fr) αρσενικό
- το καροτσάκι του σουπερμάρκετ