caedo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- caedo < πρωτοϊταλική *kaidō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *keh₂id- / *kh₂eyd- (κόβω, λαξεύω)
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
caedo
[επεξεργασία]
- νέα ελληνική: → δείτε τη λέξη τσιμέντο
Κλίση[επεξεργασία]
Γ' συζυγία (caedo, cecidi, caesum, caedere)
|
Πηγές[επεξεργασία]
- «caedo» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.