cafetière
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]cafetière < café (καφές) + -t- + -ière
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ↷ νέα ελληνικά: καφετιέρα
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
cafetière | cafetières |
cafetière (fr) θηλυκό
Πηγές
[επεξεργασία]- cafetière - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé