Μετάβαση στο περιεχόμενο

caille

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
caille cailles

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

caille (fr) θηλυκό

Ρηματική έκφραση

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]