caillou
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
caillou | cailloux |
caillou (fr) αρσενικό
- το βότσαλο, το πετραδάκι
- (οικείο) το κρανίο
- (για ένα χωράφι, για ένα τοπίο) du caillou: σκέτη πέτρα, ξερότοπος
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- Είναι ένα από τα 7 ουσιαστικά που έχουν τον πληθυντικό τους σε -x. Ορίστε ολόκληρη η λίστα:
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- ne pas avoir un poil sur le caillou: είμαι φαλακρός
- avoir le coeur dur comme un caillou, avoir un coeur de caillou: είμαι σκληρόκαρδος