Μετάβαση στο περιεχόμενο

cairn

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

cairn (en)

  • λιθοσωρός ως ενδεικτικό σημάδι ή ως σήμα τάφου (στην προϊστορική εποχή)