caisson
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
caisson | caissons |
caisson (fr) αρσενικό
- το κασόνι
ενικός | πληθυντικός |
caisson | caissons |
caisson (fr) αρσενικό