calçado
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | calçado | calçados |
θηλυκό | calçada | calçadas |
calçado (pt)
- που φοράει παπούτσια
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | calçado | calçados |
θηλυκό | calçada | calçadas |
calçado (pt)