calèche
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
calèche | calèches |
calèche (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
calèche | calèches |
calèche (fr) θηλυκό