calafato
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
calafato (it)
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
calafato (it)
- α΄ πρόσωπο ενικού οριστικής ενεστώτα του calafatare
calafato (it)
calafato (it)