calamity

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

calamity (en)

  1. δυσάρεστο γεγονός, ατυχία, δυστύχημα, όλεθρος
  2. θεομηνία