Μετάβαση στο περιεχόμενο

calibrage

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
calibrage calibrages

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

calibrage (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]