calibrage
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
calibrage | calibrages |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]calibrage (fr) αρσενικό
- διαχωρισμός αντικειμένων κατά το μέγεθός τους
ενικός | πληθυντικός |
calibrage | calibrages |
calibrage (fr) αρσενικό