calibrage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
calibrage | calibrages |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
calibrage (fr) αρσενικό
- διαχωρισμός αντικειμένων κατά το μέγεθός τους
ενικός | πληθυντικός |
calibrage | calibrages |
calibrage (fr) αρσενικό