calice
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
calice | calices |
calice (fr) αρσενικό
- (θρησκεία) το δισκοπότηρο
- (βοτανική) ο κάλυκας
ενικός | πληθυντικός |
calice | calices |
calice (fr) αρσενικό