calice
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
calice | calices |
calice (fr) αρσενικό
- (θρησκεία) το δισκοπότηρο
- (βοτανική) ο κάλυκας