calicot
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
calicot | calicots |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
calicot (fr) αρσενικό
- το τσίτι
- (κατ’ επέκταση) κομμάτι από τσίτι που φέρει μια επιγραφή
- υπάλληλος σε κατάστημα νέων ειδών