calicot

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
calicot calicots

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

calicot (fr) αρσενικό

  1. το τσίτι
  2. (κατ’ επέκταση) κομμάτι από τσίτι που φέρει μια επιγραφή
     συνώνυμα: banderolle
  3. υπάλληλος σε κατάστημα νέων ειδών