Μετάβαση στο περιεχόμενο

calling

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
calling callings

calling (en)

  1. η αποστολή, μια έντονη επιθυμία ή αίσθημα καθήκοντος να κάνω μια συγκεκριμένη δουλειά, ειδικά αυτή στην οποία βοηθάω άλλους ανθρώπους
      His calling in life was to reduce human suffering.
    H αποστολή του στη ζωή ήταν να απαλύνει τον ανθρώπινο πόνο.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη mission
  2. (επίσημο) η αποστολή, το επάγγελμα νομίζω ότι είναι καθήκον μου
      Nursing is not only a profession but also a calling.
    Η περίθαλψη δεν είναι μόνον επάγγελμα αλλά και αποστολή.

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

calling (en)