calmness
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]- η ηρεμία, το γαλήνεμα
I have a wonderful feeling of calmness.
- Έχω ένα υπέροχο συναίσθημα ηρεμίας.
the calmness of the sea - το γαλήνεμα της θάλασσας
- ≈ συνώνυμα: calm, peace, peacefulness, quiet, serenity, stillness και tranquillity