calmness
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]- η ηρεμία, το γαλήνεμα
- ⮡ I have a wonderful feeling of calmness.
- Έχω ένα υπέροχο συναίσθημα ηρεμίας.
- ⮡ the calmness of the sea - το γαλήνεμα της θάλασσας
- ≈ συνώνυμα: calm, peace, peacefulness, quiet, serenity, stillness και tranquillity
- ⮡ I have a wonderful feeling of calmness.