calo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

calo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kelh₁- (καλώ, φωνάζω)

Ρήμα[επεξεργασία]

calo

  1. καλώ
  2. αναγγέλλω επισήμως

Συγγενικά[επεξεργασία]

Αλλόγλωσσα παράγωγα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

calo < cala

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

calo αρσενικό

  1. στρατιωτικός δούλος (που μεταφέρει τον οπλισμό των στρατιωτών)
    Μεταφράσεις: αρχαία ελληνικά: σκευοφόρος
  2. (οποιοσδήποτε) δούλος
  3. είδος υποδήματος
    Μεταφράσεις: αρχαία ελληνικά: κόθορνος

Κλίση[επεξεργασία]

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική calo calonēs
γενική calonis calonum
δοτική calonī calonibus
αιτιατική calonem calonēs
κλητική calo calonēs
αφαιρετική calone calonibus
(γ' κλίση)