caloma

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: καλούμπα

Βενετικά (vec)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

caloma < υστερολατινική *calauma < *chalagma < (ελληνιστική κοινή) χάλασμα (=χαλάρωμα) < χαλάω / χαλῶ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

caloma (& caluma)