Μετάβαση στο περιεχόμενο

calorie

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
calorie calories

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

calorie (en)



      ενικός         πληθυντικός  
calorie calories

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

calorie (fr) θηλυκό