camée

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.me/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
camée camées

camée (fr) θηλυκό