camée
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
camée | camées |
camée (fr) θηλυκό
- η καμέα
ενικός | πληθυντικός |
camée | camées |
camée (fr) θηλυκό