camarão
Εμφάνιση
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]camarão < λατινική cammarus < αρχαία ελληνική κάμμαρος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]camarão (pt)
- (ιχθυολογία) η γαρίδα
camarão < λατινική cammarus < αρχαία ελληνική κάμμαρος
camarão (pt)