camera
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
camera (en)
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- camera < αρχαία ελληνική καμάρα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
camera (la) θηλυκό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | camera | camerae |
γενική | camerae | camerārum |
δοτική | camerae | camerīs |
αιτιατική | cameram | camerās |
κλητική | camera | camerae |
αφαιρετική | camerā | camerīs |