Μετάβαση στο περιεχόμενο

caminante

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

caminante (es) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ο διαβάτης, ο περιπατητής, ο στρατοκόπος
    caminante, no hay camino, se hace camino al andar (Antonio Machado)
    διαβάτη, δεν υπάρχει δρόμος, ο δρόμος γίνεται περπατώντας (Αντόνιο Ματσάδο)