campement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
campement | campements |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]campement (fr) αρσενικό
- η κατασκήνωση, ο καταυλισμός, ο συνοικισμός, η στρατοπέδευση