camping
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]camping (en)
- το κάμπινγκ, η δραστηριότητα
- ⮡ We like camping because it brings us closer to nature.
- Μας αρέσει το κάμπινγκ γιατί μας φέρνει πιο κοντά στη φύση.
- ⮡ I’m thinking of going camping with friends this weekend.
- Σκέφτομαι να πάω κάμπινγκ με φίλους το Σαββατοκύριακο.
- ⮡ Have you bought the necessary gear for camping?
- Έχεις αγοράσει τον απαραίτητο εξοπλισμό για το κάμπινγκ;
- ⮡ We like camping because it brings us closer to nature.
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]camping (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του camp
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
camping | campings |
camping (fr) αρσενικό
- το κάμπινγκ, η κατασκήνωση