Μετάβαση στο περιεχόμενο

can vermek

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
can vermek < can (ψυχή) + vermek (δίνω)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /d͡ʒɑn veɾˈmɛc/

can vermek (tr)