canadense
Εμφάνιση
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
|---|---|
| canadense | canadenses |
canadense (pt) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]canadense (pt) αρσενικό ή θηλυκό
| ενικός | πληθυντικός |
|---|---|
| canadense | canadenses |
canadense (pt) αρσενικό ή θηλυκό
canadense (pt) αρσενικό ή θηλυκό