Μετάβαση στο περιεχόμενο

canaille

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
canaille canailles

canaille (fr) θηλυκό