Μετάβαση στο περιεχόμενο

canaillerie

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
canaillerie canailleries

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

canaillerie (fr) θηλυκό

  1. η παλιανθρωπιά
  2. (οικείο) η πονηριά