canalisation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
canalisation | canalisations |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
canalisation (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
canalisation | canalisations |
canalisation (fr) θηλυκό