canarder

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
canarder < canard

canarder (fr)

  1. (οικείο) πυροβολώ κάποιον από προστατευμένο μέρος, σαν να επρόκειτο για το κυνήγι της πάπιας
  1. τραγουδώ ή αντηχώ στραβά
  2. (ναυτικός όρος) (για πλοίο) βουλιάζω από την πλώρη (όπως κάνουν οι πάπιες όταν βάζουν το κεφάλι τους στο νερό)

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη canard