Μετάβαση στο περιεχόμενο

cancellation

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
cancellation cancellations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

cancellation (en)

  • (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η ακύρωση, η ματαίωση μιας προγραμματισμένης ενέργειας)
      the cancellation of a flight - η ακύρωση μιας πτήσης
      The trip’s cancellation was not my own fault.
    Η ματαίωση της εκδρομής δεν οφείλεται σε δικό μου σφάλμα.