cannibalesque
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
cannibalesque | cannibalesques |
Επίθετο[επεξεργασία]
cannibalesque (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που ταιριάζει σε έναν κανίβαλο
ενικός | πληθυντικός |
cannibalesque | cannibalesques |
cannibalesque (fr) αρσενικό ή θηλυκό