Μετάβαση στο περιεχόμενο

canonique

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
canonique < canon

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ka.nɔ.nik/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
canonique canoniques

canonique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Παράγωγα

[επεξεργασία]