canonizatio
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- canonizatio < Canon < canon < αρχαία ελληνική κανών
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
canonizatio
- (εκκλησιαστικά λατινικά) ένταξη στον Κανόνα, στον κατάλογο των αγίων, αγιοποίηση
Κλίση[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
canonizatio στη Βικιπαίδεια
(στα λατινικά)