capio
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- capio < πρωτοϊταλική *kapiō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kh₂pyéti- < *keh₂p- (λαμβάνω, παίρνω), συγγενές με το το (αρχαία ελληνική) κάπτω, το (αγγλικά) have, heave και το (αλβανικά) kap
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
capio (la) (capiō, cepī, captum, capere)
Κλίση[επεξεργασία]
Γ' συζυγία (15) (capio, cepi, captum, capere)
|
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- capio hostem: συλλαμβάνω εχθρό, αιχμαλωτίζω