Μετάβαση στο περιεχόμενο

capitalise

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]
ενεστώτας capitalise
γ΄ ενικό ενεστώτα capitalises
αόριστος capitalised
παθητική μετοχή capitalised
ενεργητική μετοχή capitalising

capitalise (en)