Μετάβαση στο περιεχόμενο

capitalize on

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]
ενεστώτας capitalize on
γ΄ ενικό ενεστώτα capitalizes on
αόριστος capitalized on
παθητική μετοχή capitalized on
ενεργητική μετοχή capitalizing on

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
capitalize on <  δείτε τις λέξεις capitalize και on

capitalize on (en)

  • εκμεταλλεύομαι, αξιοποιώ, χρησιμοποιώ κάτι με τρόπο ωφέλιμο
    παράδειγμα  In order to capitalize on the space better, we need to change the layout.
    Για να εκμεταλλευτούμε καλύτερα το χώρο, πρέπει να αλλάξουμε διαρρύθμιση.
    παράδειγμα  He capitalized on all the opportunities he was given.
    Αξιοποίησε όλες τις ευκαιρίες που του δόθηκαν.
     συνώνυμα:  exploit, harness, leverage, take advantage of και tap

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]