Μετάβαση στο περιεχόμενο

capitalize upon

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]
ενεστώτας capitalize upon
γ΄ ενικό ενεστώτα capitalizes upon
αόριστος capitalized upon
παθητική μετοχή capitalized upon
ενεργητική μετοχή capitalizing upon

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
capitalize upon <  δείτε τις λέξεις capitalize και upon

capitalize upon (en)