capitation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- capitation < δημώδης λατινική capitatio
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
capitation | capitations |
capitation (fr) θηλυκό