capsulage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
capsulage | capsulages |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
capsulage (fr) αρσενικό
- η σφράγιση ενός μπουκαλιού με μεταλλικό καπάκι
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη capsule