captain

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

captain < παλαιά γαλλική capitaine < λατινική capitaneus < caput

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

captain (en)

  1. (στρατιωτικός βαθμός) λοχαγός, σμηναγός
  2. καπετάνιος
  3. αρχηγός (αθλητικής ομάδας)