caractérologique
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
caractérologique | caractérologiques |
Επίθετο
[επεξεργασία]caractérologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που αφορά την χαρακτηρολογία
ενικός | πληθυντικός |
caractérologique | caractérologiques |
caractérologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό