caractérologique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
caractérologique caractérologiques

Επίθετο

[επεξεργασία]

caractérologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]